λευκάκανθα — white thistle fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκακάνθης — λευκάκανθα white thistle fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκάκανθαν — λευκάκανθα white thistle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχιάς — ἰσχιάς, άδος, ἡ (Α) [ισχίο] 1. νευραλγία τού ισχιακού νεύρου, ισχιαλγία 2. είδος αγκαθιού, λευκάκανθα … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκαγκαθιά — η (Α λευκάκανθα και λευκάκανθος) ονομασία, κοινή σήμερα, ενός είδους τού γένους ράμνος αρχ. είδος κνίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἄκανθα / ἄκανθος «φυτό με αγκάθια» (πρβλ. πυρ άκανθα / πολυ άκανθος)] … Dictionary of Greek
πολυγόνατος — ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το πολυγόνατο(ν) βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες αρχ. 1. (για φυτό) αυτό που έχει πολλά γόνατα, πολλούς κόμβους 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek